- πυριατός
- -ή, -όν, Α [πυριῶ]1. ο θερμαινόμενος σε λουτρό ή με λουτρό2. (κατά τον Ησύχ.) «πυριατὸν τὸ ἑφθὸν πυρί, ὅ γίνεται ἐκ τοῡ πρώτου γάλακτος».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυριατόν — πυριατός heated in masc acc sg πυριατός heated in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριατούς — πυριατός heated in masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριατή — πυριατός heated in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριάτη — ἡ, Α το πρωτόγαλα αγελάδας ή άλλου ήμερου ζώου το οποίο γεννά για πρώτη φορά, κολάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυριατή, θηλ. τού ρημ. επιθ. πυριατός (< πυριῶ), με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek